παράσιτο

παράσιτο
το
(ουσ.)
1. οργανισμός προσκολλημένος σε άλλον από τον οποίο ζει και τρέφεται: Η ψείρα, ο κοριός, ο εχινόκοκκος είναι παράσιτα.
2. μτφ., αυτός που με κολακείες κι άλλες εξευτελιστικές υπηρεσίες κατορθώνει να ζει σε βάρος άλλου, αλλιώς παρακεντές, χαραμοφάης: Είναι αμέτρητα τα παράσιτα του κρατικού μηχανισμού.
3. στον πληθ., παράσιτα, διαταραχές στα μέσα επικοινωνίας, που οφείλονται σε ανεπιθύμητες ηλεκτρομαγνητικές επιδράσεις: Δεν μπορούμε να πιάσουμε το ραδιοφωνικό σταθμό, γιατί έχει παράσιτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παράσιτο — το βλ. παράσιτος …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικός — ή, ό / παρασιτικός, ή, όν, ΝΑ [παράσιτος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος») 2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα 3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια» ιατρ. νόσος που …   Dictionary of Greek

  • ασκαρίδες — Υπόταξη των νηματελμίνθων, με σώμα κυλινδρικό λεπτό και μυτερό στα δύο άκρα. Το στόμα τους είναι εφοδιασμένο με τρεις προεξοχές σαν χείλη. Οι α. παρασιτούν μέσα στο έντερο των θηλαστικών (η α. η σκωληκοειδής είναι παράσιτο του ανθρώπου, η α. η… …   Dictionary of Greek

  • εχινόκοκκος — (echinococcus). Σκουλήκι της τάξης των κεστωδών. Στην τέλεια μορφή του έχει σχήμα πολύ μικρής ταινίας και είναι παράσιτο του εντέρου του σκύλου, ενώ ενδιάμεσοι ξενιστές της κυστικής μορφής του σκώληκα είναι τα πρόβατα, τα βοοειδή, οι χοίροι και… …   Dictionary of Greek

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”